-
1 πλάστιγξ
πλάστιγξ, ἡ, ion. πλῆστιγξ, 1) die Zunge am Wagebalken, dah. der Wagebalken selbst u. die Wage; ἐν πλάστιγγι ζυγοῠ κειμένου ἑκατέρου, Plat. Rep. VIII, 550 e; τιϑεὶς εἰς πλάστιγγας, Tim. 63 b; τὼ πλάστιγγε, Ar. Ran. 1374; u. Sp., εἰς πλάστιγγα δικαίην νειμάμενοι, Ep. ad. 10 (XII, 88); übertr. sagt Ath. I, 11 vom Homer εἰς τὴν αὐτὴν τιϑεὶς πλάστιγγα τὴν μέϑην τῇ μανίᾳ. – Bei Hesych. auch τὸ πρὸς τοὺς κοττάβους πινάκιον, oder nach Suid. τὸ κοῖλον τοῠ κοττάβου. – Von den Austerschalen, Opp. Hal. 2, 179. – 2) wegen der Aehnlichkeit das Joch der Pferde, χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, Eur. Rhes. 303. – 3) die Peitsche, χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Aesch. Ch. 288. – 4) Tellerchen, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a.
-
2 λῡμαίνω
λῡμαίνω, reinigen, erst Sp., wie Liban. or. IV, 350, 19, τὰ λυμήναντα τοῖς πράγμασιν. Gew. med. λυμαίνομαι, 1) sich reinigen, Hesych., vgl. ἀπολυμαίνομαι. – 2) Einen schimpflich, schändlich, wie einen Verworfenen ( λῦμα) behandeln, verhöhnen, mißhandeln, u. gew. übh. schaden, beschädigen, verletzen, zerstören; c. acc., ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται, der Zorn, der dir immer schadet, Soph. O. C. 859; ὃς λέχη λυμαίνεται, Eur. Bacch. 354; ἅλις λύμης ἣν ἐλυμήνω πάρος, Mel. 1105; τοιαῦτα Σοφοκλῆς λυμαίνεται ἐμέ, so beschimpft er mich, Ar. Av. 100; γλῶτταν, Equ. 1281; oft bei Her., λύμῃσι λυμαίνεσϑαι, 6, 12, τἄλλα πάντα, 3, 16, τὴν ἵππον ἀνηκέστως, 8, 28; Thuc. 5, 103; Lys. 13, 64 ( Plat. hat das Wort nicht); λελυμασμένος καὶ ἐφϑαρκὼς τὴν πόλεως εὐδαιμονίαν, Din. 1, 64; ὡς λελυμασμένοι εἰσὶ τὰ δῶρα, Dem. 59, 89; ᾡ λυμαινόμεϑα τὴν πρᾶξιν, Xen. An. 1, 3, 16; γαστέρα, Mem. 1, 3, 6, öfter; ὅσα λυμανεῖται πάντα, neben χεῖρον ἔχειν τὰ κοινὰ ποιήσει, Dem. 24, 1, wie ἐλυμήνατο τὰ πράγματα 19, 17; Sp., wie Pol. τὴν χάριτά τινος, 18, 26, 4, καὶ φϑείρειν, 14, 15, 8. – Auch pass., περὶ αὐτοῦ δεδεμένου καὶ λυμαινομένου, Antiph. 5, 63, u. Aesch. χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανϑὲν δέμας, Ch. 288; οὔτε κατασήπεται, οὔτε λυμαίνεται, Xen. Cyr. 8, 2, 22; ὑπὸ τοιούτων λυμαίνεσϑαι, Lys. 28, 14; λελύμασμαι ist pass. Paus. 10, 15, 3, s. oben. – Auch mit dem dat., τοῖς μειρακίοις, Ar. Nubb. 916, wo der Schol. diese Construction vorzieht; νεκρῷ, Her. 9, 79; Xen. Hell. 2, 3, 26. 7, 5, 18; τοῖς κοινοῖς, Isocr. 3, 18.
См. также в других словарях:
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek